τρυφηλά

τρυφηλά
τρυφηλός
neut nom/voc/acc pl
τρυφηλά̱ , τρυφηλός
fem nom/voc/acc dual
τρυφηλά̱ , τρυφηλός
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρυφηλάς — τρυφηλά̱ς , τρυφηλός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρυφώ — κατατρυφῶ, άω (Μ) (επιτ. τ. τού τρυφώ) μσν. 1. απολαμβάνω 2. καρπώνομαι αρχ. 1. φέρομαι αλαζονικά, χλευάζω κάποιον 2. ασχολούμαι ευχαρίστως με τον λόγο, διηγούμαι κάτι με πολλή ευχαρίστηση 3. ζω άσωτα, τρυφηλά, με ηδυπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… …   Dictionary of Greek

  • τρυφηλός — ή, ό / τρυφηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις 2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος») αρχ. μαλακός, τρυφερός. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • τρυφηλώς — τρυφηλῶς, ΝΜΑ, και τρυφηλά Ν βλ. τρυφηλός …   Dictionary of Greek

  • χλιδώ — άω, Α [χλιδή] 1. είμαι χλιδανός*, τρυφηλός 2. (με αρνητική σημ.) ζω τρυφηλά και άσωτα («οἱ χλιδῶντες καὶ ἀβροδιαίτως ζῶντες», Φίλ.) 3. φρ. «χλιδῶ ἐπί τινι» περηφανεύομαι για κάτι (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”